αντιτίθεμαι — αντιτίθεμαι, αντιτέθηκα βλ. πίν. 138 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀντιτίθεμαι — ἀντιτίθημι set against pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίφημι — ἀντίφημι (Α) 1. αντιλέγω 2. αντιτίθεμαι σε κάτι … Dictionary of Greek
αντεξάγω — (AM ἀντεξάγω) νεοελλ. κάνω εξαγωγές επιδιώκοντας ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών αρχ. μσν. αντιτίθεμαι·|| αρχ. 1. εξάγω προϊόντα 2. οργανώνω εκστρατεία για ν αντιμετωπίσω επίθεση 3. αντιμάχομαι, αντιπαλεύω … Dictionary of Greek
αντιλέγω — (AM ἀντιλέγω) φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί μσν. 1. δικαιολογούμαι 2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση 3. δυσανασχετώ αρχ. μσν. 1. αντιτίθεμαι 2. αμφισβητώ 3. αρνούμαι, απορρίπτω 4. απαντώ αρχ. μσν. τα αντιλεγόμενα 1.… … Dictionary of Greek
αντιξοώ — ἀντιξοῶ ( έω) (Α) [αντίξοος] εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιβαίνω … Dictionary of Greek
αντιπίπτω — ἀντιπίπτω (AM) επιτίθεμαι για να αμυνθώ, ανθίσταμαι μσν. προσαρμόζω δύο πράγματα ακριβώς αρχ. 1. πέφτω μέσα σε κάτι 2. αντιτίθεμαι σε κάτι, το αντικρούω 3. παίρνω διαφορετική κατεύθυνση 4. (για περιστάσεις) είμαι δυσμενής 5. (το ουδ. μτχ. ως… … Dictionary of Greek
αντιστατώ — ἀντιστατῶ ( έω) (Α) [αντιστάτης] αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι … Dictionary of Greek
αντιστρατεύομαι — (Α ἀντιστρατεύομαι κ. εύω) εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι νεοελλ. αντίκειμαι, αντιβαίνω σε κάτι αρχ. 1. εκστρατεύω, κάνω πόλεμο εναντίον κάποιου 2. εκστρατεύω κι εγώ … Dictionary of Greek
αντισχυρίζομαι — ἀντισχυρίζομαι (Α) 1. ισχυρίζομαι το αντίθετο 2. αντιτίθεμαι σε κάτι … Dictionary of Greek